Αιτωλός

Αιτωλός
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ο τρίτος γιος του Ενδυμίωνα, συμβασιλιάς της Ήλιδας μαζί με τον αδελφό του Επειό. Στους αγώνες που έγιναν κάποτε προς τιμήν του Αζάνα, καταπλάκωσε από απροσεξία με το άρμα του τον Άπη, γιο του Ιάσονα, και υποχρεώθηκε να εκπατριστεί. Πήγε λοιπόν μαζί με ένα μέρος του λαού στην απέναντι χώρα των Κουρητών, κοντά στον Αχελώο ποταμό και, αφού την κατέλαβε, την ονόμασε Αιτωλία. 2. Γιος του βασιλιά της Ήλιδας Οξύλου και της Πιερίας. Επειδή υπήρχε χρησμός να μην ταφεί όταν πεθάνει, ούτε μέσα ούτε έξω από την πόλη, οι Ηλείοι τον ενταφίασαν στην πύλη της πόλης που έβλεπε προς την Ολυμπία, και κάθε χρόνο έκαναν στον τάφο του σπονδές. 3. Γιος του Αμφικτίονα και της Χθονοπάτρας, αδελφός του Ιτωνού και πατέρας του Φύσκου.
* * *
ο (Α Αἰτωλός)
κάτοικος της Αιτωλίας*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αἰτωλός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιτωλός, Κοσμάς — Βλ. λ. Κοσμάς ο Αιτωλός …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλός — ο ο κάτοικος της Αιτωλίας (και κύρ. όνομα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αιτωλός, Γεώργιος — (Αιτωλία 1525 – Κόρινθος 1580). Λόγιος. Γεννήθηκε στην Αιτωλία ή, σύμφωνα με άλλους, στην Κόρινθο. Σπούδασε, αλλά και εργάστηκε ως δάσκαλος για πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στη Βενετία. Τέλος, δίδαξε στα Άγραφα και στην… …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλός, Ευγένιος — Βλ. λ. Γιαννούλης, Ευγένιος …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς ο Αιτωλός — (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος ο Αιτωλός — (Κόρινθος 1525 – 1580). Λόγιος και στιχουργός. Ελάχιστα βιογραφικά του στοιχεία είναι γνωστά. Φαίνεται ότι έδρασε ως δάσκαλος στην Κόρινθο, στη Βενετία και στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από μερικές επιστολές του και διάφορα στιχουργήματά του, στα… …   Dictionary of Greek

  • Ευγένιος Αιτωλός — Βλ. λ. Γιαννούλης, Ευγένιος …   Dictionary of Greek

  • Αἰτωλά — Αἰτωλός neut nom/voc/acc pl Αἰτωλά̱ , Αἰτωλός fem nom/voc/acc dual Αἰτωλά̱ , Αἰτωλός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰτωλῶν — Αἰτωλός fem gen pl Αἰτωλός masc/neut gen pl Αἰτωλοί masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”